- βάσκαμα
- το και βασκαμός, ο [βασκαίνω]η βασκανία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάσκαμα — το το μάτιασμα: Φορούσε μπλε χάντρα για να μην τον πιάνει το βάσκαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβάσκαμα — το το βάσκαμα* … Dictionary of Greek
μάτιασμα — το [ματιάζω] η δυσμενής επήρεια και το αποτέλεσμα που ασκεί ο βάσκανος οφθαλμός, το «κακό μάτι», το βάσκαμα … Dictionary of Greek
αγήτευτος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να πάθει γήτεμα, βάσκαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασκαμός — ο το βάσκαμα: Φυλάξου από βασκαμό κι από κακό μάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασκανία — η το βάσκαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάτιασμα — το το βάσκαμα, το κακό μάτι: Με έπιασε πονοκέφαλος από το μάτιασμά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεβάσκαμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεβασκαίνω, απαλλαγή από το βάσκαμα, ξεμάτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεβασκαίνω — ξεβάσκανα, ξεβασκάθηκα, ξαβασκαμένος, αφαιρώ το βάσκαμα από κάποιον, ξεματιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)